- διαιρετήρ
- διαιρ-ετήρ, ῆρος, ὁ,A = δατητής, EM249.46.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαιρετῆρες — διαιρετήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)